Καταπολεμήστε την παιδική παχυσαρκία από τη… μήτρα!

Σύμφωνα με αυτή, τα παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρες οι οποίες έπασχαν από παχυσαρκία, ήταν περισσότερο πιθανό να έχουν πρόβλημα με το βάρος τους συγκριτικά με παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρες φυσιολογικού βάρους.

«Η καλύτερη συμβουλή είναι να είστε αδύνατες και σε φόρμα, πριν ακόμα μείνετε έγκυες», αναφέρει η Δρ Lois Jovanovic, που συμμετείχε στη μελέτη του Διαβητολογικού Ερευνητικού Ιδρύματος στη Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνια.

«Για την αποφυγή της παχυσαρκίας στην επόμενη γενιά πρέπει ελέγξουμε πολύ προσεκτικά το βάρος των γυναικών της αναπαραγωγικής ηλικίας σήμερα», συμπλήρωσε.

Ο διαβήτης που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όταν δεν υπάρχει ιστορικό της νόσου, ονομάζεται διαβήτης της κύησης. Μέχρι και 8% των εγκύων γυναικών θα αναπτύξουν διαβήτη της κύησης. Το υπερβολικό βάρος, σε συνδυασμό με τα «κατάλληλα» γονίδια, είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου.

Τα μωρά που γεννήθηκαν από μητέρες με διαβήτη κυήσεως, είναι συνήθως βαρύτερα κατά τη γέννησή τους από εκείνα που γεννήθηκαν από μητέρες χωρίς τη συγκεκριμένη επιπλοκή.

Τα στοιχεία που προέκυψαν κατά την παρακολούθηση 1420 παιδιών, αποκάλυψαν ότι το βάρος της μητέρας στα πρώιμα στάδια της εγκυμοσύνης, ήταν ο ισχυρότερος προγνωστικός δείκτης για την ενδεχόμενη παχυσαρκία του παιδιού και την αντίσταση του οργανισμού του στην ινσουλίνη στο μέλλον. Στην ηλικία των 2,8 και 11 ετών, ήταν περισσότερα τα παιδιά από παχύσαρκες μητέρες που ήταν υπέρβαρα, από εκείνα των μη παχύσαρκων. Για παράδειγμα, στην ηλικία των 11 ετών, 46% των παιδιών από υπέρβαρες μητέρες ήταν και εκείνα υπέρβαρα, εν αντιθέση με το 12% που προέρχονταν από μητέρες φυσιολογικού βάρους.

Σχεδόν το 1/3 (31%) των παιδιών που γεννήθηκαν από μητέρες με διαβήτη κύησης ήταν υπέρβαρα από την ηλικία των 11, σε σύγκριση με λιγότερο από 16% των παιδιών από μη διαβητικές μητέρες και μητέρες με διαβήτη τύπου 1.

Το γεγονός ότι μια μητέρα ήταν διαβητική εν μέρει μόνο εξηγεί την τάση του παιδιού της να είναι υπέρβαρο. Η προσθήκη της παχυσαρκίας στην εξίσωση, έκανε τη μεγάλη διαφορά που οδηγεί τους ερευνητές στο συμπέρασμα πως τα παιδιά που γεννήθηκαν από παχύσαρκες γυναίκες με διαβήτη κύησης, μπορούν να προκαλέσουν τον «προγραμματισμό» της μήτρας ώστε το παιδί που κυοφορείται να είναι υπέρβαρο και επιρρεπές στο διαβήτη τύπου 2.

Το περιβάλλον, οι διατροφικές συνήθειες και η φυσική δραστηριότητα, μοιράζεται μεταξύ των εγκύων και των νεογνών, καθώς μπορεί να αποτελούν σημαντικό παράγοντα κινδύνου, που να διαδραματίσει έντονο ρόλο στην παιδική και εφηβική ηλικία του παιδιού.

Αυτό δε σημαίνει ότι οι παχύσαρκες γυναίκες ή εκείνες που πάσχουν από διαβήτη, δεν πρέπει να μένουν έγκυες, αλλά αν ένας γιατρός έχει την ευκαιρία να τις ενθαρρύνει να χάσουν λίγο βάρος και να ρυθμίσουν τα επίπεδα σακχάρου τους αντίστοιχα, θα βοηθούσε πολύ στην υγεία του παιδιού.